Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κασιδιάρης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
κασιδιάρης ο.
  • Που πάσχει από κασίδα:
    • κανένα νιο ανοστότερο, φτωχό και κασιδιάρη (Πανώρ. Γ´ 366).

[<ουσ. κασίδα + κατάλ. ιάρης. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κασιδιάρης -α -ικο [kasiδjáris] Ε9 : (οικ.) 1. που έχει κασίδα. || για ζώο που έχει χάσει το τρίχωμά του: Kασιδιάρικο γατί. || (ως ουσ.). 2. (μτφ., για πρόσ.) ψωροπερήφανος. || (ως ουσ.): Mακριά από αυτόν τον κασιδιάρη.

[κασίδ(α) -ιάρης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες