Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κασίδα η [kasíδa] Ο25α : (οικ.) δερματοπάθεια του τριχωτού της κεφαλής, που προκαλεί γενική ή κατά τόπους τριχόπτωση. || (επέκτ.) το κεφάλι που έχει κασίδα. ΦΡ τον τρώει η ~ του, για κπ. που ενεργεί σαν να επιδιώκει να του συμβεί κτ. κακό· ΣYN ΦΡ τον τρώει το κεφάλι του.
[μσν. κασίδα ίσως < κασίδ(ιν) `κράνος΄ μεγεθ. -α < κασίδιον υποκορ. του κάσσις < λατ. cassis `κράνος΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- κασίδα η.
-
- Αρρώστια των τριχών του κεφαλιού:
- (Ιατροσ. κώδ. υνα´).
[<ουσ. κασσίδιον + κατάλ. ‑α. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Αρρώστια των τριχών του κεφαλιού: