Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κασέλα η [kaséla] Ο25 : μεγάλο, μακρόστενο και βαθύ ξύλινο συνήθ. κιβώτιο, με κάλυμμα στερεωμένο με μεντεσέδες, που το χρησιμοποιούσαν για να φυλάγουν ρούχα, σεντόνια, κουβέρτες κτλ.: Οι κασέλες ήταν γεμάτες με τα προικιά της.
κασελάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρή κασέλα. 2. μικρό ξύλινο κιβώτιο ειδικής κατασκευής που χρησιμοποιούν οι πλανόδιοι στιλβωτές παπουτσιών, οι λούστροι. [βεν. cassela]
[Λεξικό Κριαρά]
- κασέλα η.
-
- 1) Κιβώτιο, σεντούκι:
- τσι κασέλες τως τσι καρυδένιες (Λεηλ. Παροικ. 535).
- 2) Κάσα νεκρού:
- (Ριμ. Απολλων. [918]).
[<βεν. cassela. Η λ. στο Meursius και σήμ.]
- 1) Κιβώτιο, σεντούκι: