Παράλληλη αναζήτηση
14 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κασέ το [kasé] Ο (άκλ.) : I. η αμοιβή που παίρνει ένας καλλιτέχνης: Tα ~ ορισμένων ηθοποιών / τραγουδιστών είναι πολύ υψηλά. (έκφρ.) ανεβαίνει το ~ κάποιου, κάποιος αποχτά μεγαλύτερο κύρος, συνήθ. ειρωνικά: Tελευταία ανέβηκε πολύ το ~ του. II. (τυπ.) προσχέδιο του εντύπου που πρόκειται να εκτυπωθεί.
[λόγ. < γαλλ. cachet]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κασέλα η [kaséla] Ο25 : μεγάλο, μακρόστενο και βαθύ ξύλινο συνήθ. κιβώτιο, με κάλυμμα στερεωμένο με μεντεσέδες, που το χρησιμοποιούσαν για να φυλάγουν ρούχα, σεντόνια, κουβέρτες κτλ.: Οι κασέλες ήταν γεμάτες με τα προικιά της.
κασελάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρή κασέλα. 2. μικρό ξύλινο κιβώτιο ειδικής κατασκευής που χρησιμοποιούν οι πλανόδιοι στιλβωτές παπουτσιών, οι λούστροι. [βεν. cassela]
[Λεξικό Κριαρά]
- κασέλα η.
-
- 1) Κιβώτιο, σεντούκι:
- τσι κασέλες τως τσι καρυδένιες (Λεηλ. Παροικ. 535).
- 2) Κάσα νεκρού:
- (Ριμ. Απολλων. [918]).
[<βεν. cassela. Η λ. στο Meursius και σήμ.]
- 1) Κιβώτιο, σεντούκι:
[Λεξικό Κριαρά]
- κασελέτα η.
-
- Mικρή κασέλα:
- το μπουλετί είναι στην κασελέτα μου (Διαθ. 17. αι. 7120).
[<βεν. casseleta. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Mικρή κασέλα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κασελιάζω [kaselázo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) τοποθετώ κτ. μέσα σε κασέλα και ειδικότερα, συσκευάζω εμπόρευμα μέσα σε κάσες ή σε κιβώτια.
[κασέλ(α) -ιάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- κασελιάζω.
-
- Βάζω σε κασέλα:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 54613).
[<ουσ. κασέλα + κατάλ. ‑ιάζω]
- Βάζω σε κασέλα:
[Λεξικό Κριαρά]
- κασελοπούλα η.
-
- Mικρή κασέλα:
- (Pιμ. Aπολλων. [1351]).
[<ουσ. κασέλα + κατάλ. ‑πούλα. H λ. στο Meursius]
- Mικρή κασέλα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κασέρι το [kaséri] Ο44 : είδος σκληρού κίτρινου τυριού από πρόβειο γάλα, λιγότερο σκληρό και αλμυρό από το κεφαλοτύρι: Ένα κεφάλι ~.
[τουρκ. kaşer -ι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κασέτα η [kaséta] Ο25 : μικρή, κλειστή, πλαστική θήκη που περιέχει δύο πηνία γύρω από τα οποία τυλίγεται μία μαγνητική ταινία, με ευθεία και αντίστροφη φορά, και όπου εγγράφονται ήχοι ή εικόνες: ~ μαγνητοφώνου / βίντεο. Έλα να δούμε καμιά καλή ~, βιντεοκασέτα.
[ιταλ. cassetta]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κασετάδικο το [kasetáδiko] Ο41 : (προφ.) μαγαζί που πουλάει κασέτες.
[κασέτ(α) -άδικο]