Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρύκευμα το [karíkevma] Ο49 : 1α. αρωματική ή πικάντικη ουσία, που προσθέτουμε στο φαγητό για να γίνει πιο νόστιμο· (πρβ. μπαχαρικό): H ανατολίτικη κουζίνα χρησιμοποιεί πολλά καρυκεύματα, π.χ. πιπέρι, μουστάρδα, σκόρδο κτλ. β. (μτφ.) συνήθ. ειρωνικά, ό,τι χρησιμοποιούμε για να διανθίσουμε το λόγο μας: Xρησιμοποίησε τα γνωστά καρυκεύματα, για να απαλύνει την πικρή αλήθεια. 2. η ενέργεια του καρυκεύω· καρύκευση.
[λόγ. < ελνστ. καρύκευμα `φαγητό με μπαχαρικά΄]