Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρότσι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρότσι το [karótsi] Ο44 : 1. μικρό αμάξι που το σπρώχνουν με τα χέρια, κατάλληλο για μικρές μεταφορές. 2. τετράτροχο αμαξάκι, με ειδική χειρολαβή και συνήθ. με κουκούλα, για μωρά ή για πολύ μικρά παιδιά· καροτσάκι2: Για το δεύτερο παιδί τους αγόρασαν καινούριο ~. καροτσάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό καρότσι1: Πήγε να ψωνίσει με το ~. Πλανόδιοι πουλούν το εμπόρευμά τους στα καροτσάκια. ΦΡ τον έκανε / τον έβγαλε ~, τον έδιωξε κακήν κακώς. 2. τετράτροχο αμαξάκι, με ειδική χειρολαβή και συνήθ. με κουκούλα, για μωρά ή για πολύ μικρά παιδιά· παιδικό καροτσάκι: Πηγαίνω το παιδί περίπατο με το ~. ~ για τις κούκλες. || Aναπηρικό ~, αναπηρική καρέκλα.

[καρότσ(α) υποκορ. ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καροτσιέρης ο [karotsxéris] & καροτσέρης ο [karotséris] Ο11 : επαγγελματίας οδηγός επιβατικού κάρου ή άμαξας.

[ιταλ. carrozzier(e) -ης· αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [s] και φων. (σύγκρ. διακόσια > διακόσα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες