Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρότσα η [karótsa] Ο25α : 1. αμάξωμα φορτηγού κυρίως αυτοκινήτου. || (ειδικότ.) το τμήμα του αμαξώματος όπου τοποθετείται το φορτίο. 2. (παρωχ.) τετράτροχη άμαξα που τη σέρνουν άλογα, για τη μεταφορά κυρίως ανθρώπων.
[ιταλ. carrozza (στη σημ. 2)]
[Λεξικό Κριαρά]
- καρότσα η.
-
- Άμαξα:
- (Μαρκάδ. 300).
[<ιταλ. carozza. Η λ. στο Somav. (‑τζα) και σήμ.]
- Άμαξα: