Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρότο το [karóto] Ο39 : I. μονοετές ή διετές φυτό που καλλιεργείται για τις ρίζες του οι οποίες είναι σαρκώδεις και έχουν σχήμα ατρακτοειδές ή κυλινδρικό και χρώμα πορτοκαλί σκούρο ή ανοιχτό. (έκφρ.) η πολιτική / η μέθοδος του καρότου και του ραβδιού, η χρησιμοποίηση εναλλάξ δελεαστικών μέσων και απειλών. II. δείγμα εδάφους που το παίρνουν με γεώτρηση και που έχει κυλινδρικό σχήμα.
[I: μσν. *καρότο < ελνστ. καρῶτα (θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.) αντδ. < λατ. carota < ελνστ. καρωτόν· ΙΙ: λόγ. σημδ. γαλλ. carotte (< ιταλ. < λατ. carota)]