Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρό
21 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάρο το [káro] Ο39 : 1α. φορτηγό αμάξι με τέσσερις συνήθ. τροχούς. || καρότσι1. β. (ειρ.) για οποιοδήποτε σύγχρονο χερσαίο μεταφορικό μέσο που είναι βραδυκίνητο και σε κακή κατάσταση. 2. (μτφ., λαϊκ.) μειωτικός χαρακτηρισμός κακοφτιαγμένης γυναίκας: ~ είναι αυτό!

[ελνστ. κάρρον (ορθογρ. απλοπ.) < λατ. carr(um) -ον & ιταλ. carro (< λατ. carrum)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρό το [karó] Ο (άκλ.) οικ. πληθ. και καρά στη σημ. 2 : 1. τετράγωνο ή ρομβδοειδές διακοσμητικό σχέδιο σε ύφασμα, σε χαρτί ή σε οποιαδήποτε άλλη επιφάνεια: Φούστα με κόκκινα ~. || (ως επίθ.) που είναι διακοσμημένος με τετράγωνα ή με ρόμβους: ~ πουκάμισο / φούστα / τραπεζομάντιλο. 2. η μία από τις τέσσερις σειρές των φύλλων της τράπουλας που έχει ως διακριτικό γνώρισμα τον κόκκινο ρόμβο: Δέκα ~. Είναι σαν τρίο* ~. καροδάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. καρουδάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[λόγ. < γαλλ. carreau· καρ(ό) -ουδάκι και -οδάκι κατά το καρό]

[Λεξικό Κριαρά]
κάρο(ν) το· κάρος.
  • Φορτηγό αμάξι, κάρο όπου γινόταν διαπόμπευση και βασανισμός κρατουμένου:
    • να ιδώ την Κουταγιώταιναν εις της Βλάσαινας το κάρος και να την δέρνει και ο φουτρής, διά να έχει μέγα βάρος (Σαχλ., Αφήγ. 673).

[<βεν. caro· πβ. και μτγν. ουσ. κάρρον. Ο τ. πιθ. από μετρ. αν. Η λ. (ον) στο Meursius (ρρ‑) και σήμ. (ο)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρόδρομος ο [karóδromos] Ο20 : χωματόδρομος αρκετά ανώμαλος, κατάλληλος μόνο για κάρα. || (ειρ.) για δρόμο σε πολύ κακή κατάσταση.

[κάρ(ο) -ο- + δρόμος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρολίνα η [karolína] Ο25 : ποικιλία ρυζιού.

[ίσως ιταλ. carolina < αγγλ. ρύζι από την πολιτεία Caroline]

[Λεξικό Κριαρά]
κάρος το,
βλ. κάρο(ν).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καροσερί η [karoserí] Ο (άκλ.) : αμάξωμα αυτοκινήτου.

[λόγ. < γαλλ. carrosserie]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καροτίνη η [karotíni] Ο30 : πορτοκαλόχρωμη χρωστική ουσία που βρίσκεται κυρίως στο καρότο· προβιταμίνη A.

[λόγ. < γερμ. Karotin < Karot `καρότο΄ -in = -ίνη]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρότο το [karóto] Ο39 : I. μονοετές ή διετές φυτό που καλλιεργείται για τις ρίζες του οι οποίες είναι σαρκώδεις και έχουν σχήμα ατρακτοειδές ή κυλινδρικό και χρώμα πορτοκαλί σκούρο ή ανοιχτό. (έκφρ.) η πολιτική / η μέθοδος του καρότου και του ραβδιού, η χρησιμοποίηση εναλλάξ δελεαστικών μέσων και απειλών. II. δείγμα εδάφους που το παίρνουν με γεώτρηση και που έχει κυλινδρικό σχήμα.

[I: μσν. *καρότο < ελνστ. καρῶτα (θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.) αντδ. < λατ. carota < ελνστ. καρωτόν· ΙΙ: λόγ. σημδ. γαλλ. carotte (< ιταλ. < λατ. carota)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρότσα η [karótsa] Ο25α : 1. αμάξωμα φορτηγού κυρίως αυτοκινήτου. || (ειδικότ.) το τμήμα του αμαξώματος όπου τοποθετείται το φορτίο. 2. (παρωχ.) τετράτροχη άμαξα που τη σέρνουν άλογα, για τη μεταφορά κυρίως ανθρώπων.

[ιταλ. carrozza (στη σημ. 2)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες