Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρωτιδικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρωτιδικός -ή -ό [karotiδikós] Ε1 : (ανατ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στην καρωτίδα: ~ σωλήνας. Kαρωτιδικό νεύρο.

[λόγ. καρωτιδ- (δες καρωτίδα) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες