Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρωτίδα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρωτίδα η [karotíδa] Ο26 : (ανατ.) καθεμιά από τις δύο μεγάλες αρτηρίες που φέρνουν το αίμα από την καρδιά στον εγκέφαλο: Εξωτερική / εσωτερική ~. Στένωση / θρόμβωση της καρωτίδας.

[λόγ. < ελνστ. καρωτίς, αιτ. -ίδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες