Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρφιτσώνω [karfitsóno] -ομαι Ρ1 : συνδέω κτ. με καρφίτσα ή με καρφίτσες: H μοδίστρα καρφίτσωσε τα μανίκια στο παλτό για να κάνει πρόβα. Έχει καρφιτσωμένο στο πέτο του ένα γαρίφαλο. || Kαρφιτσώθηκα, τσιμπήθηκα με καρφίτσα.
[καρφίτσ(α) -ώνω]