Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρφίτσα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρφίτσα η [karfítsa] Ο25 : I1. πολύ λεπτό μεταλλικό στέλεχος, αιχμηρό στη μία άκρη και ημισφαιρικό στην άλλη, που το χρησιμοποιούν για να συνδέουν, πρόχειρα, κομμάτια από ύφασμα, χαρτί κτλ.: H μύτη της καρφίτσας. Tο κεφάλι της καρφίτσας, η ημισφαιρική άκρη της. (έκφρ.) ~ να ρίξεις δε θα πέσει / δεν πέφτει ~, για χώρο όπου υπάρχει κοσμοσυρροή και μεγάλος συνωστισμός. 2α. μεγάλη καρφίτσα με διακοσμητικό κεφάλι που χρησιμοποιείται για να συγκρατεί το καπέλο στα μαλλιά. β. ειδικό τσιμπιδάκι που στερεώνει τη γραβάτα στο πουκάμισο. II. γυναικείο κόσμημα που στην πίσω πλευρά του έχει ένα είδος κλειστής καρφίτσας για να το στερεώνει: Xρυσή / διαμαντένια ~. καρφιτσούλα η YΠΟKΟΡ.

[καρφ(ί) υποκορ. -ίτσα· καρφίτσ(α) -ούλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες