Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καρυόφυλλον το· καρυόφαλον.
-
– Βλ. και γαρόφαλον.
- Μοσχοκάρφι, καρυοφύλλι:
- (Ιερακοσ. 38425).
[μτγν. ουσ. καρυόφυλλον (OLD, λ. caryophyllon)· βλ. και L‑S Suppl. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- Μοσχοκάρφι, καρυοφύλλι: