Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρυότυπος ο [kariótipos] Ο20α : (βιολ.) η εικόνα του συνόλου των χρωμοσωμάτων ενός ατόμου, κατά ζεύγη.
[λόγ. < γαλλ. caryotype < caryo- `πυρήνας΄ < αρχ. κάρυο(ν) + -type < αρχ. τύπος]