Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρυοφύλλι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρυοφύλλι το [karjofíli] Ο44 & καρυόφυλλο το [karjófilo] Ο41 : φυτό των τροπικών χωρών, του οποίου οι αποξηραμένοι κάλυκες, τα γαρίφαλα, χρησιμοποιούνται ως καρύκευμα. || (σπάν.) γαρίφαλο, μοσχοκάρφι.

[ελνστ. καρυόφυλλ(ον) υποκορ. -ι· ελνστ. καρυόφυλλον (ανατολ. προέλ., με παρετυμ. κάρυον + φύλλον)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες