Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρυοθραύστης ο [karioθráfstis] Ο10 : εργαλείο που μοιάζει με τανάλια και που χρησιμοποιείται για το σπάσιμο των καρυδιών.
[λόγ. κάρυ(ον) -ο- + θραυσ- (θραύω) -της μτφρδ. γαλλ. casse-noisette]