Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρυδιά η [kariδjá] Ο24 : 1. δέντρο που συναντάται αυτοφυές ή που καλλιεργείται για τους φαγώσιμους καρπούς του και για το σκληρό και κατάλληλο για την επιπλοποιία ξύλο του: Έβρασε φύλλα καρυδιάς και έκανε λοσιόν για τα μαλλιά. ΦΡ κάθε καρυδιάς καρύδι, μειωτικά, για ομάδα ανθρώπων που η προέλευσή τους είναι ποικίλη, άγνωστη ή και ύποπτη: Nα σταματήσεις να μου κουβαλάς κάθε μέρα στο σπίτι κάθε καρυδιάς καρύδι. 2. το ξύλο της καρυδιάς: Έπιπλα από ~. || (ως επίθ): H τραπεζαρία είναι ~, κάρινη. Kαρέκλες ~.
[καρύδ(ι) -ιά]