Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρτούτσο το [kartútso] Ο39 : 1. (παρωχ.) κύλινδρος που σχηματίζεται από μεταλλικά νομίσματα, τοποθετημένα το ένα επάνω στο άλλο και περιτυλιγμένα με χαρτί· μασούρι2α: Ένα ~ λίρες. 2. παλιό μέτρο χωρητικότητας: Ένα ~ κοκκινέλι.
[1: ιταλ. cartoccio `χάρτινο κωνικό δοχείο΄ υποκορ. του carta (δες στο κάρτα) με τροπή [o > u] κατά το καρτούτσο2· 2: παλ. ιταλ. quartuccio ή βεν. quartuzzo]