Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρτερώ [karteró] & -άω Ρ10.11α : (λαϊκότρ., λογοτ.) περιμένω: Xρόνια και χρόνια τον καρτερούσε. ΠAΡ Kάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει, πρέπει να αρκείται κανείς στο σχετικά μικρό αλλά σίγουρο κέρδος ή όφελος και να μη ζητά το μεγαλύτερο που είναι όμως αβέβαιο. (Γιάννη γύρευε) και Nικολό καρτέρει, για κτ. που αργεί να γίνει, να πραγματοποιηθεί.
[αρχ. καρτερῶ `υπομένω, αντέχω΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- καρτερώ· ακαρτερώ· αόρ. ακαρτέρεσα· ακαρτέρησα· (ε)καρτέρεσα· (ε)καρτέρησα.
-
- Α´ Μτβ.
- 1) Υπομένω:
- μη δυνηθείς καρτερέσαι την χηρείαν έλαβεν δεύτερον συνοικέσιον (Ελλην. νόμ. 57212).
- 2) Περιμένω:
- τονε καρτερώ μέσα στην κάμερά μου (Ερωφ. Β´ 182).
- 3) Αποζητώ:
- τα πάθη καρτερούν την αρετήν τ’ αθρώπου (Φαλιέρ., Ρίμ. 285).
- 4) Προσδοκώ, ελπίζω:
- ακαρτερώ απ’ εσένα βοήθεια (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [1203]).
- 5)
- α) Παραμονεύω:
- εκαρτερούσανε (ενν. οι Τούρκοι) μονάχας για να βγούσι και τότες όλοι οι χριστιανοί έπρεπεν να κοπούσι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 5251)·
- β) περιμένω απειλητικά, εποφθαλμιώ:
- ο Χάρων … καρτερεί τα τρυφερά μου κάλλη (Αχιλλ. N 1619).
- α) Παραμονεύω:
- 6) Αντιστέκομαι (σε κάπ.):
- Ο … Μερκούριος ως λέων θυμωμένος … μέσα στην μέσην όρμησε κι ουδείς τον εκαρτέρε (Κορων., Μπούας 80).
- 7) Θεωρώ αναπόφευκτο, μοιραίο:
- καρτερώ το τέλος μου (Πανώρ. Α´ 117).
- 1) Υπομένω:
- Β´ Αμτβ.
- 1) Εγκαρτερώ, μένω σταθερός:
- Έχε τον νουν σου εις την διδασκαλίαν και καρτέρει εις αυτά (Χριστ. διδασκ. 402).
- 2) Κάνω υπομονή:
- είτι σε ειπεί, καρτέρησε και μακροθύμησέ του (Σπαν. A 241).
- 3) Περιμένω, προσμένω:
- να καρτερέσεις, λυγερή, γλυκιά να σε συντύχω (Ερωτοπ. 150).
- 4)
- α) Μένω (κοντά σε κάπ.):
- Καρτέρησε γουν μετ’ εμού και κάστρα να σοι δώσω (Κορων., Μπούας 65)·
- β) βρίσκομαι κάπου, υφίσταμαι:
- όλα του τα καρπίσματα αρχίζουν να φυρούσι, εκ τους σωρούς του χάνουνται και δεν ακαρτερούσι (Χούμνου, Κοσμογ. 180).
- α) Μένω (κοντά σε κάπ.):
- 5) Χρονοτριβώ, καθυστερώ:
- μην ακαρτερείς, ώρά ’ναι να διαβαίνεις (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [515]).
- 6) Σταματώ, στέκομαι, δεν προχωρώ:
- Αυτός δε εκαρτέρησε κι εμπρός ουδέν εσύρθη (Κορων., Μπούας 121).
- 7) (Τριτοπρόσ.) ανήκει κ. σε κάπ. (από κληρονομιά):
- κεινού ακαρτερεί η χώρα εκ της μάννας (Κορων., Μπούας 128).
- 8) (Aπρόσ.) είναι αναμενόμενο:
- όσον πλέον γερούμεν τόσο πλέον μανθάνομεν εις όσο ακαρτερεί εις τα ανθρώπινα (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 35v).
- 1) Εγκαρτερώ, μένω σταθερός:
- Φρ.
- 1) Για σένα καρτερώ = είμαι στη διάθεσή σου:
- (Φαλιέρ., Ιστ. 334).
- 2) Δεν καρτερεί η ώρα = δεν υπάρχει πια καιρός:
- (Ιστ. Βλαχ. 998).
- Η προστ. του ενεστ. καρτέρει =
- 1) Για να δηλωθεί πιθ. απειλή:
- οι Τούρκοι ρίχναν τ’ άρματα κι ελέγανε: «Καρτέρει» (Τζάνε, Κρ. πόλ. 24516).
- 2) (Με το ά. το) αναβολή:
- τι με τυραννείς, κυρά, με την γλυκειά σου αγάπην, με το αύριον, με το σήμερον, με το «καρτέρει, αυθέντη»; (Ερωτοπ. 314).
[αρχ. καρτερέω. Η λ. και σήμ.]
- Α´ Μτβ.