Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καρτερικός, επίθ.
-
- 1) Υπομονετικός, θαρραλέος:
- (Βίος Αλ. 2195).
- 2) Aνεκτικός, υπομονετικός:
- πάντα οπού αγαπά … να ’ναι πολλά καρτερικός (Ερωτοπ. 688).
[αρχ. επίθ. καρτερικός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Υπομονετικός, θαρραλέος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρτερικός -ή -ό [karterikós] Ε1 : που αντιμετωπίζει τις δυστυχίες και τις δυσκολίες με καρτερία, που τις δέχεται χωρίς να αδημονεί ή να δυσανασχετεί.
καρτερικά ΕΠIΡΡ: Περίμενε ~ χρόνια ολόκληρα το γυρισμό του γιου του. Δέχτηκε ~ τη διάψευση των ελπίδων του. [αρχ. καρτερικός]