Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρτέρι
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρτέρι το [kartéri] Ο44 : (οικ.) α. ενέδρα, κυρίως στην έκφραση στήνω / φυλάω ~, περιμένω κρυμμένος να παρουσιαστεί κάποιο πρόσωπο ή ζώο, για να του επιτεθώ: Tου έστησαν ~ και τον δολοφόνησαν. Οι κυνηγοί στήνουν ~ στα πουλιά. || (επέκτ.) περιμένω να βρω την ευκαιρία να συναντήσω κπ. που με αποφεύγει: Tου έστησαν ~ και τον ανάγκασαν να ξεκαθαρίσει τη θέση του. β. ο τόπος όπου στήνεται το καρτέρι: Kαρτέρια για το κυνήγι της μπεκάτσας.

[μσν. καρτέρι < καρτερ(ώ) -ι (αναδρ. σχημ.) κατά το σχ.: κυνηγώ - κυνήγι]

[Λεξικό Κριαρά]
καρτέρι το.
  • (Στρατ.) στρατώνας:
    • με τες μπόμπες τες πολλές ερίξαν το καρτέρι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 28224
    • φρ. επήγε στο καρτέρι = (προκ. για γυναίκα) πιθ., «βγήκε στο κλαρί», έγινε πόρνη (πβ. Κακλαμάνης 1993: 40-41):
      • (Κατζ. Β´ 389).
  • Η λ. ως τοπων.:
    • το φορτί του Καρτεριού (Τζάνε, Κρ. πόλ. 21210).

[<βεν. quartier. Άσχ. το νεοελλ. καρτέρι (<καρτερώ)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρτερία η [kartería] Ο25 : υπομονή με την οποία αντιμετωπίζει κάποιος μια δυσάρεστη κατάσταση: Yπέμεινε με ~ μια μακροχρόνια και επώδυνη αρρώστια. Ο κόσμος περιμένει με ~ στις ατελείωτες ουρές.

[λόγ. < αρχ. καρτερία]

[Λεξικό Κριαρά]
καρτερία η.
  • Υπομονή:
    • (Ιστ. Βλαχ. 2615).

[αρχ. ουσ. καρτερία. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
καρτερίζω.
  • Περιμένω:
    • (Κυπρ. ερωτ. 10311).

[<αόρ. του καρτερώ]

[Λεξικό Κριαρά]
καρτερικός, επίθ.
  • 1) Υπομονετικός, θαρραλέος:
    • (Βίος Αλ. 2195).
  • 2) Aνεκτικός, υπομονετικός:
    • πάντα οπού αγαπά … να ’ναι πολλά καρτερικός (Ερωτοπ. 688).

[αρχ. επίθ. καρτερικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρτερικός -ή -ό [karterikós] Ε1 : που αντιμετωπίζει τις δυστυχίες και τις δυσκολίες με καρτερία, που τις δέχεται χωρίς να αδημονεί ή να δυσανασχετεί. καρτερικά ΕΠIΡΡ: Περίμενε ~ χρόνια ολόκληρα το γυρισμό του γιου του. Δέχτηκε ~ τη διάψευση των ελπίδων του.

[αρχ. καρτερικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρτερικότητα η [karterikótita] Ο28 : η ιδιότητα του καρτερικού, η καρτερία: Έδειξε αξιοθαύμαστη ~ και αντοχή.

[λόγ. καρτερικ(ός) -ότης > -ότητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες