Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρστικός -ή -ό [karstikós] Ε1 : (γεωλ.) που αναφέρεται στις μεταβολές πετρωμάτων που είναι ευδιάλυτα στο νερό: Kαρστικά φαινόμενα.

[λόγ. < γαλλ. karstique < γερμ. Karst (από όν. περιοχής της Γιουγκοσλαβίας) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες