Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καρπός ο.
-
- 1)
- α) Καρπός, φρούτο:
- (Ch. pop. 815)·
- β) σπόρος φυτού:
- καρπούς να σπέρνουσι στη γη και δέντρη να φυτεύγου (Ερωφ. Α´ 284).
- α) Καρπός, φρούτο:
- 2) Καρποφορία (της γης)· συγκομιδή:
- να δώσει η γης τον καρπό της (Πεντ. Λευιτ. XXV 19)·
- εις το χωριό Άγιο Σίλα … έχει (ενν. ο ζουράρης) τσι καρπούς του (Κατά ζουράρη 107).
- 3) (Μεταφ.) αποτέλεσμα:
- (Δούκ. 5318).
- 4) Γέννημα:
- Μαρία, θάρρος ολωνών, καρπέ χαριτωμένε (Σκλέντζα, Ποιήμ. 74).
- 5) Κέρδος, ωφέλεια:
- Περί προικός καρπούς οπού παίρνει ο ανήρ προ του λαβείν την γυναίκα (Βακτ. αρχιερ. 174).
- 6) Λάφυρο:
- το φουσσάτο ουδέ καρπόν ’κ τον πόλεμον να πιάσει (Αχέλ. 288).
- Φρ.
- 1) Έρχομαι του καρπού = καρποφορώ:
- (Βαρούχ. 2475).
- 2) Έχω καρπόν κοιλίας = εγκυμονώ:
- (Διγ. O 38).
- Η γεν. με σημασ. επιθ. = καρποφόρος:
- αμπέλι του καρπού (Βαρούχ. 3338).
[αρχ. ουσ. καρπός. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρπός 1 ο [karpós] Ο17 : 1α. το προϊόν ενός φυτού, που είναι το τελικό στάδιο της εξέλιξης του άνθους: Tο σύκο είναι ~ της συκιάς. Tο μήλο είναι ~ της μηλιάς. H ντομάτα είναι ~ της ντοματιάς. Tο βαλανίδι είναι ο ~ της βαλανιδιάς. Εδώδιμοι καρποί. Ξηροί καρποί, που έχουν ξυλώδες περικάρπιο ή που είναι αποξηραμένοι καρποί (καρύδια, σύκα, σταφίδες, κτλ.). Σαρκώδεις καρποί, με σαρκώδες περικάρπιο. Ώριμος / γλυκός / πικρός / ξινός ~. (έκφρ.) κτ. πέφτει σαν ώριμος ~, για κτ. που γίνεται χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, όταν ωριμάσουν οι συνθήκες που ευνοούν την πραγματοποίησή του. β. (βοτ.) όργανο του φυτού, η σαρκώδης ή ξηρή ώριμη ωοθήκη που περικλείει το σπέρμα ή τα σπέρματα ώσπου να ωριμάσουν. ΦΡ απαγορευμένος ~, για κτ. που δεν επιτρέπεται να το απολαύσουμε, αν και το επιθυμούμε πολύ, όπως ο καρπός του δέντρου της γνώσεως που ο Θεός απαγόρευσε στους πρωτόπλαστους να τον δοκιμάσουν. 2. σε εκφράσεις, για να δηλώσουμε το παιδί, ως αποτέλεσμα της γονιμοποίησης της γυναίκας: ~ του έρωτά του / του γάμου τους ήταν ένα αγόρι. ~ παράνομου έρωτα, παιδί εκτός γάμου. (λόγ. έκφρ.) ο ~ της κοιλίας της, το αγέννητο ή το γεννημένο παιδί. 3. (μτφ.) το προϊόν μιας ανθρώπινης δραστηριότητας: Tο σύγγραμμα αυτό είναι ~ μακροχρόνιου ερευνητικού μόχθου. H επιχείρηση άρχισε επιτέλους να αποδίδει καρπούς. || (πληθ.) γενικότερα, τα αποτελέσματα μιας ενέργειας, μιας προσπάθειας: Aπολαμβάνει τους καρπούς των κόπων του. H οικονομική λιτότητα δεν έδωσε τους αναμενόμενους καρπούς. (έκφρ.) δρέπω τους καρπούς (με γεν.), αποκομίζω, απολαμβάνω ή υφίσταμαι τα αποτελέσματα: Δρέπω τους καρπούς των κόπων / των ερευνών μου. Δρέπει τους πικρούς καρπούς της αχαριστίας του.
[1: αρχ. καρπός `καρπός της γης, όφελος΄· 2, 3: λόγ. σημδ. γαλλ. fruit]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρπός 2 ο : (ανατ.) το τμήμα του χεριού, που περιλαμβάνεται ανάμεσα στον πήχυ και στο μετακάρπιο και που αποτελείται από οκτώ οστά.
[λόγ. < αρχ. καρπός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρποσυλλέκτης ο [karposiléktis] Ο10 : (επιστ.) ο άνθρωπος που συλλέγει καρπούς για να εξασφαλίσει τη διατροφή του: Ο άνθρωπος στα πρώτα στάδια της ανάπτυξής του ήταν κυνηγός και ~.
[λόγ. καρπο- + συλλέκτης]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρποσυλλογή η [karposilojí] Ο29 : (επιστ.) η ασχολία του καρποσυλλέκτη.
[λόγ. καρπο- + συλλογή]