Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρπούζι το [karpúzi] Ο44 : ο καρπός της καρπουζιάς, που έχει μεγάλο σφαιρικό ή ωοειδές σχήμα, σκληρή και χοντρή πρασινωπή φλούδα και σάρκα κόκκινη, χυμώδη, δροσερή, με πολλά μαύρα κουκούτσια: Mάζεψε καρπούζια απ΄ το μποστάνι του. Έφαγε μια φέτα ~. H καρδιά του καρπουζιού. Έσκασε κάτω σαν ~, για κτ. που πέφτει και ανοίγει όπως το καρπούζι ή για κπ. που πέφτει και χτυπάει. Έχει ένα κεφάλι σαν ~, ειρωνικά, μειωτικά, μεγάλο και στρογγυλό. ΠAΡ Δύο καρπούζια δε χωρά νε σε μία μασχάλη, δεν μπορεί να κάνει κανείς με επιτυχία δύο δουλειές ταυτόχρονα.
καρπουζάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. karpuz -ι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρπουζιά η [karpuzjá] Ο24 : ετήσιο φυτό με μακρύ βλαστό και με πλατιά φύλλα, που έρπει στο έδαφος και που καρπός της είναι το καρπούζι.
[καρπούζ(ι) -ιά]