Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καρποφόρος, επίθ.
-
- 1) Εύφορος, γόνιμος:
- γην καρποφόρον (Βίος Αλ. 1517).
- 2) Γεμάτος καρπούς:
- Δεν ανεβάζω πλιο παιδί στο καρποφόρ’ αμάξι (Χίκα, Επίγρ. 17).
[αρχ. επίθ. καρποφόρος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Εύφορος, γόνιμος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρποφόρος -α -ο [karpofóros] Ε4 : 1. που παράγει καρπούς, κυρίως ως χαρακτηρισμός δέντρου που παράγει καρπούς οι οποίοι τρώγονται συνήθ. νωποί. || (ως ουσ.) το καρποφόρο, δέντρο: Περιβόλι με πολλά καρποφόρα. || γόνιμος: Kαρποφόρα γη. 2. (μτφ.) για ενέργεια, δραστηριότητα που αποφέρει καρπούς, που έχει θετικά αποτελέσματα· γόνιμος2: H συνεργασία τους ήταν πολύ καρποφόρα.
καρποφόρα ΕΠIΡΡ στη σημ. 2. [λόγ. < αρχ. καρποφόρος]