Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρποφορία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρποφορία η [karpoforía] Ο25 : παραγωγή καρπών: Tο καλοκαίρι είναι η περίοδος καρποφορίας πολλών φυτών. Tο ρόδι είναι το σύμβολο της καρποφορίας.

[λόγ. < ελνστ. καρποφορία]

[Λεξικό Κριαρά]
καρποφορία η.
  • Γονιμότητα, ευφορία:
    • ούτε ύδωρ ενέχουσα, ούτε καρποφορίαν, αλλ’ έρημος διαβατή έστιν (Παϊσ., Ιστ. Σινά 2082).

[μτγν. ουσ. καρποφορία. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες