Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρπουζιά η [karpuzjá] Ο24 : ετήσιο φυτό με μακρύ βλαστό και με πλατιά φύλλα, που έρπει στο έδαφος και που καρπός της είναι το καρπούζι.
[καρπούζ(ι) -ιά]