Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καρπερός, επίθ.
-
- α) Καρποφόρος:
- συκή μεγίστη, καρπερή (Παϊσ., Ιστ. Σινά 346)·
- (συνεκδ.):
- υγιός καρπερός (Πεντ. Γέν. XLIX 22)·
- β) εύφορος:
- οι καρπεροί κι οι πλούσιοι κάμποι (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [920]).
[<ουσ. καρπός + κατάλ. ‑ερός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- α) Καρποφόρος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρπερός -ή -ό [karperós] Ε1 : γόνιμος. 1. (οικ.) εύφορος: Kαρπερή γη. Kαρπερό χωράφι. 2. (λαϊκότρ.) για άνθρωπο ή για ζώο πολύ αναπαραγωγικό: Kαρπερή γυναίκα.
[μσν. καρπερός < καρπ(ός) -ερός]