Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρούμπαλο το [karúmbalo] Ο41 & καρούμπαλος ο [karúmbalos] Ο20 : (οικ.) εξόγκωμα κυρίως στο κεφάλι, που δημιουργείται συνήθ. από δυνατό χτύπημα: Έπεσε και έκανε ένα μεγάλο ~ στο πίσω μέρος του κεφαλιού.
καρουμπαλάκι το YΠΟKΟΡ. [ίσως αρχ. κόρυμβος `κότσος΄ (προφ. [mb] ) και μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]