Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρούλι το [karúli] Ο44 : 1. ξύλινος ή μεταλλικός κύλινδρος με πεπλατυσμένα άκρα, γύρω από τον οποίο τυλίγεται νήμα, καλώδιο, ταινία κτλ. || κουβαρίστρα. ΦΡ αν η γιαγιά μου είχε καρούλια, σε περιπτώσεις παραδοξολογίας ή απίθανης υποθετικής κρίσης. 2α. μικρός τροχός που τοποθετείται κάτω από έπιπλα για την εύκολη μετακίνησή τους· ροδίτσα. β. ο μικρός τροχός τροχαλίας και με επέκταση, η τροχαλία.
καρουλάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. καρούλι `τροχαλία΄ υποκορ. του αρχ. κάρ(υον) `σφαιρικό σώμα για τύλιγμα σκοινιού΄ -ούλι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρουλιάζω 1 [karulázo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) τυλίγω νήμα σε καρούλι.
[καρούλ(ι) -ιάζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρουλιάζω 2 Ρ2.1α : (λαϊκότρ.) βγάζω καρούλες: Kαρούλιασαν τα χέρια μου.
[καρούλ(α) -ιάζω]