Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρουλιάζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρουλιάζω 1 [karulázo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) τυλίγω νήμα σε καρούλι.

[καρούλ(ι) -ιάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρουλιάζω 2 Ρ2.1α : (λαϊκότρ.) βγάζω καρούλες: Kαρούλιασαν τα χέρια μου.

[καρούλ(α) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες