Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρντάσης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρντάσης ο [kardásis] Ο11 : (λαϊκότρ.) 1. αδερφός. 2. αδελφικός φίλος, σύντροφος.

[τουρκ. (διαλεκτ.) kardaş -ης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες