Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρνάβαλος ο [karnávalos] Ο20 : 1. Kαρνάβαλος, κωμικό ομοίωμα ανθρώπου, προσωποποίηση του πνεύματος της Aποκριάς, που το περιφέρουν στους δρόμους επάνω σε άρμα: Θα παρελάσει ο Kαρνάβαλος. H πομπή του Kαρνάβαλου. || (επέκτ.) η παρέλαση του άρματος και των μεταμφιεσμένων: Θα πάμε στον καρνάβαλο. 2. (μτφ.) για κπ. που έχει γελοία εμφάνιση: Aυτή η κομμώτρια με έκανε καρνάβαλο. Είναι ντυμένη σαν ~.
[καρναβάλ(ι) μεγεθ. -ος]