Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρμπόν το [karbón] Ο (άκλ.) : 1. χαρτί, με ειδική επάλειψη μελάνης στη μία πλευρά του, που τοποθετείται κάτω από το χαρτί χειρογράφου ή γραφομηχανής για την παραγωγή αντιγράφων: Bγάζω το διπλότυπο με ~. 2. (μτφ.) για να δηλώσουμε πολύ μεγάλη ομοιότητα ή συνήθ. μειωτικά, πιστή απομίμηση: Aυτά τα δίδυμα είναι σαν να τα έβγαλες με ~. Kαι αυτός τα ίδια είπε, βγαλμένα με ~. Εφαρμόζει ~ ό,τι γίνεται στο εξωτερικό.
[λόγ. < γαλλ. carbone]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρμπονάρα η [karbonára] Ο25 : τρόπος μαγειρέματος των ζυμαρικών με κρέμα γάλακτος, αυγό, τυρί και συνήθ. μπέικον: Θα φτιάξω μια ~ να φάμε. || (ως επίθ.): Mακαρόνια / σάλτσα ~.
[λόγ. < ιταλ. alla carbonara]