Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρμπονάρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρμπονάρα η [karbonára] Ο25 : τρόπος μαγειρέματος των ζυμαρικών με κρέμα γάλακτος, αυγό, τυρί και συνήθ. μπέικον: Θα φτιάξω μια ~ να φάμε. || (ως επίθ.): Mακαρόνια / σάλτσα ~.

[λόγ. < ιταλ. alla carbonara]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες