Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρμπιρατέρ το [karbiratér] & (οικ.) καρμπιλατέρ το [karbilatér] Ο (άκλ.) : εξάρτημα που αναμειγνύει το καύσιμο και τον αέρα για την τροφοδοσία των μηχανών εσωτερικής καύσης· αναμείκτης1β: Tο ~ του αυτοκινήτου.
[λόγ. < γαλλ. carburateur· ανομ. υγρών συμφ. [r-r-r > r-l-r] ]