Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρμίρης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρμίρης ο [karmíris] Ο11 θηλ. καρμίρα [karmíra] Ο25α & καρμίρισσα [karmírisa] Ο27α : (λαϊκότρ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου τσιγκούνη, μίζερου και κακομοίρη. || (ως επίθ.).

[(;)· καρμίρ(ης) -α, -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες