Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καριόλα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καριόλα η [karjóla] Ο25α : (παρωχ.) είδος κρεβατιού από ξύλο.

[ιταλ. cariola `κρεβατάκι για μωρά κάτω από το νυφικό κρεβάτι΄]

[Λεξικό Κριαρά]
καριόλα η.
  • Βάση, σκελετός κρεβατιού:
    • σιδηρή καριόλα (Λεηλ. Παροικ. 539).

[<ιταλ. carriola. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες