Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καρικατούρα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρικατούρα η [karikatúra] Ο25α : 1. γελοιογραφική παράσταση προσώπου ή πράγματος: Έφτιαξε την ~ του δασκάλου του για να γελάσει η τάξη. Στη φωτογραφία βγήκα σαν ~. || για αποτυχημένο σχέδιο: ~ ζωγράφισες εδώ! Aυτό δεν είναι δέντρο, είναι ~. 2. ό,τι αποτελεί παραμόρφωση ή γελοιογραφική μίμηση ενός προτύπου· γελοιογραφία2: Aυτός είναι ~ ανθρώπου, για κπ. πολύ άσχημο και κακοφτιαγμένο. Aυτό το ξενοδοχείο είναι μια ~ των ευρωπαϊκών σαλέ. || για πρόσωπο με γελοία εμφάνιση: Kοίτα εκείνη την ~.

[ιταλ. caricatura]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go