Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καριέρα η [karjéra] Ο25α : επαγγελματική δραστηριότητα στην οποία αφιερώνεται όλη η παραγωγική περίοδος της ζωής ενός ατόμου και η οποία δίνει τη δυνατότητα της σταδιακής ανόδου σε ανώτερες βαθμίδες· σταδιοδρομία: H ~ του δικηγόρου / του γιατρού / του καλλιτέχνη / του πολιτικού. Άρχισε την πολιτική του ~ από νεαρή ηλικία. Διπλωμάτης / πολιτικός καριέρας, σε αντιδιαστολή προς μια απασχόληση πρόσκαιρη με τους τομείς αυτούς. || γρήγορη και θεαματική επαγγελματική εξέλιξη: Θέλει να κάνει ~, δε θέλει να μείνει απλός υπάλληλος. Nέος επιστήμονας που έχει μπροστά του μια λαμπρή ~.
[ιταλ. carriera]