Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρδούλα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
καρδούλα η.
  • Υπόσταση, ύπαρξη, ψυχή (με συμπάθεια):
    • Αυτείνον η καρδούλα της πολλά γαρ τον ηγάπα (Θησ. Θ´ [103]).
  • Φρ.
  • 1) Άπτει η καρδούλα μου = είμαι σε ταραχή, σε έξαψη:
    • (Γεωργηλ., Θαν. 82).
  • 2) Βαστώ σκληρήν καρδούλα = είμαι δύσπιστος, επιμένω στην απόφασή μου:
    • (Φαλιέρ., Ιστ. 536).
  • 3) Δροσίζεται η καρδούλα μου = ικανοποιούμαι, ευχαριστιέμαι:
    • (Περί γέρ. 160).
  • 4) Καίω την καρδούλα κάπ. = στεναχωρώ κάπ., κάνω κάπ. να υποφέρει:
    • (Γεωργηλ., Θαν. 54).
  • 5) Μαραίνει κ. την καρδούλα μου = με κάνει κ. να υποφέρω:
    • (Ch. pop. 96).
  • 6) Τρέμει η καρδούλα μου = συγκινούμαι, ταράζομαι:
    • (Ch. pop. 468).

[<ουσ. καρδία + κατάλ. ούλα. Η λ. στο Du Cange (λ. ίτζα) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες