Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρδιοχειρουργικός -ή -ό [karδioxirurjikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον καρδιοχειρούργο ή με την καρδιοχειρουργική.
[λόγ. καρδιοχειρούργ(ος) -ικός]