Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καρδιακός, επίθ.
-
- 1) Που σχετίζεται με την καρδιά:
- καρδιακάς νεκρώσεις (Λίβ. Sc. 2282).
- 2) (Προκ. για ανθρώπους) ειλικρινής, πιστός (πβ. εγκαρδιακός):
- αδελφόν του καρδιακόν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [1239]).
- 3) (Προκ. για αισθήματα, κλπ.) βαθύς:
- καρδιακά στενάγματα (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 91).
[μτγν. επίθ. καρδιακός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Που σχετίζεται με την καρδιά:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρδιακός 1 -ή -ό [karδiakós] Ε1 προφ. θηλ. και καρδιακιά στη σημ. δ : α. που ανήκει στην καρδιά: ~ μυς, μυοκάρδιο. Kαρδιακή βαλβίδα. β. που έχει σχέση με την καρδιά, που προκαλείται από αυτή: Kαρδιακή πάθηση / ανεπάρκεια / προσβολή. γ. (ανατ.) καρδιακή μοίρα, το σημείο όπου το στομάχι επικοινωνεί με τον οισοφάγο. καρδιακή χώρα, η περιοχή της καρδιάς. δ. (ως ουσ.) ο καρδιακός, θηλ. καρδιακή, αυτός που πάσχει από καρδιακό νόσημα· καρδιοπαθής: Είναι καρδιακή. Φάρμακα για καρδιακούς.
[λόγ. < ελνστ. καρδιακός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]