Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρδιακά
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
καρδιακά, επίρρ.
  • 1) Με αγάπη και ειλικρίνεια:
    • χαιρετά τον καρδιακά, ως εδικοί και φίλοι (Βεντράμ., Φιλ. 146).
  • 2) Aπό το βάθος της καρδιάς·
    • (προκ. για αισθήματα) με πόνο:
      • Καρδιακά ενεστέναξεν (Βέλθ. 580).

[<επίθ. καρδιακός. Πβ. και (ε)γκαρδιακά. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες