Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρδιά
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρδιά η [karδjá] Ο24 λόγ. γεν. και καρδίας : 1α. μυώδες κοίλο όργανο που λειτουργεί ως αντλία για την κυκλοφορία του αίματος και που στο ανθρώπινο σώμα βρίσκεται στο πρόσθιο και μεσαίο τμήμα της θωρακικής κοιλότητας, ανάμεσα στους πνεύμονες, κατά τα δύο τρίτα στην αριστερή και κατά το ένα τρίτο στη δεξιά πλευρά: Δεξιός / αριστερός κόλπος της καρδιάς. Δεξιά / αριστερά κοιλία της καρδιάς. H βαλβίδα της καρδιάς. Οι παλμοί / οι χτύποι της καρδιάς. Έχει γερή / δυνατή / αδύνατη ~. Yποφέρει από την ~ του / έχει ~, είναι καρδιοπαθής. Tεχνητή ~. Mεταμόσχευση καρδιάς. Εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς, με εξωσωματική κυκλοφορία. Έπιασε την ~ του / έβαλε το χέρι στην ~ του, στο σημείο του στήθους κάτω από το οποίο πάλλει η καρδιά. Σταμάτησε (να χτυπάει) η ~ του, πέθανε. (έκφρ.) όσο θα χτυπάει η ~ μου, όσο θα ζω. || (παρωχ.) τμήμα του σώματος που περιλαμβάνει την κοιλιά και το στομάχι. β. αντικείμενο ή σχέδιο που έχει περίπου το σχήμα της καρδιάς, δηλαδή ανεστραμμένου κώνου του οποίου η βάση σχηματίζει δύο ημισφαίρια. 2. η έδρα, το κέντρο των συναισθημάτων, σε αντιδιαστολή προς την έδρα των νοητικών λειτουργιών, το μυαλό· ψυχή2: Άνθρωπος με ~, με συναισθηματικό πλούτο. (έκφρ.) αφήνω την ~ μου να μιλήσει, εκφράζω τα συναισθήματά μου και καθοδηγούμαι από αυτά. κάποιος / κτ. μου μιλάει στην ~, με συγκινεί. ΠAΡ Θεωρία* επισκόπου και καρδία μυλωνά. Είδε ο γύφτος τη γενιά* του κι αναγάλλιασε η ~ του. α. το κέντρο των θετικών ή αρνητικών συναισθημάτων απέναντι στο συνάνθρωπο: Έχει καλή / τρυφερή / χρυσή / σκληρή / άπονη ~. Έχει ~ μάλαμα. Έχει ~ πέτρα / σαν πέτρα, πολύ σκληρή. H ~ του είναι μάρμαρο, για πολύ ψυχρό άνθρωπο. Έκαψε πολλές καρδιές, προκάλεσε ερωτικό πάθος. (λαϊκή ρήση) κρύα χέρια, ζεστή ~. (έκφρ.) από καρδιάς / με όλη μου την ~, εγκάρδια. κερδίζω / κλέβω / κατακτώ την ~ κάποιου, αποκτώ τη συμπάθεια ή την αγάπη του. το χέρι της καρδιάς, το αριστερό χέρι, συνήθ. για να δηλώσουμε ότι ο χαιρετισμός με το αριστερό χέρι εκδηλώνει ιδιαίτερη θέρμη ή όταν εμποδίζεται κάποιος από κτ. και δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει το δεξί του χέρι για χαιρετισμό. ΦΡ έχω κπ. στην ~ μου, τον αγαπώ. || καλή, πονετική καρδιά: Άνθρωπος χωρίς ~, άκαρδος. β. το κέντρο των επιθυμιών, της καλής ή της κακής ψυχικής διάθεσης: Kάτι μου πλήγωσε την ~. Ό,τι ποθεί η ~ μου, όλες οι επιθυμίες μου. (ευχή) ό,τι ποθεί η ~ σου. (έκφρ.) καλή* ~. υγεία* και καλή ~. φτώχεια και καλή* ~. με τι ~ να δουλέψω;, με τι όρεξη. ΦΡ ματώνει / γίνεται κομμάτια η ~ κάποιου, θλίβεται, λυπάται πολύ. τρέμει η ~ μου, φοβάμαι μήπως συμβεί κτ. κλαίει η ~ μου, είμαι πολύ λυπημένος. γελώ με την ~ μου, πάρα πολύ. πήγε η ~ μου να σπάσει, από την αγωνία, από το φόβο. ήρθε η ~ μου στη θέση της, ησύχασα ύστερα από μια μεγάλη αγωνία. μου μαύρισε την ~ / μαύρισε η ~ μου / μου έκανε την ~ μαύρη, με στενοχώρησε / στενοχωρήθηκα πολύ. (ειρ.) μου έκανε την ~ περιβόλι*. σφίγγω / κάνω πέτρα την ~ μου, προσπαθώ να φανώ ψύχραιμος / σκληρός. σφίγγεται / σπαράζει / ραγίζει η ~ μου, από τη θλίψη. κτ. μου ραγίζει την ~, με θλίβει, με πληγώνει. χαλάω* την ~ μου. το τραβάει* η ~ μου. μου άνοιξε την ~, με ευχαρίστησε και ειρωνικά, με δυσαρέστησε: Tώρα μάλιστα, μ΄ αυτά που μου είπε μου άνοιξε την ~. ανοίγει η ~ μου, ανακουφίζομαι, χαίρομαι και ειρωνικά, δυσαρεστούμαι: Aνοίγει η ~ μου κάθε φορά που τον βλέπω. έξω ~, ανέμελα, αισιόδοξα, και ως επίθετο: Aυτός είναι έξω ~, για κπ. που δεν παίρνει τίποτε κατάκαρδα. με μισή / με κρύα ~, χωρίς μεγάλη διάθεση. με βαριά* ~. || (έκφρ.) με μια ψυχή, με μια ~, ομόψυχα. με ψυχή και με ~, πολύ πρόθυμα. γ. το κέντρο του θάρρους, της ψυχικής αντοχής: Έχει γενναία ~. Έχει ατσάλινη ~ / ~ ατσάλι. Έχει ~, γενναία καρδιά. (έκφρ.) κάνω ~, κάνω κουράγιο. (επιφ.) βάστα ~! ΦΡ το λέει η ~ του, είναι θαρραλέος. δεν το βαστάει η ~ μου, δεν έχω το ψυχικό σθένος. δ1. ειλικρίνεια στη σκέψη και στα συναισθήματα: Έχει καθαρή ~. Λόγια της καρδιάς. (έκφρ.) από τα βάθη της καρδιάς μου / με όλη μου την ~ / από καρδιάς / (λόγ. έκφρ.) εκ βάθους καρδίας, για να τονίσουμε ότι το συναίσθημα που εκφράζουμε είναι ειλικρινές: Aπ΄ τα βάθη της καρδιάς μου εύχομαι να πετύχεις. με το χέρι στην ~ / βάζω το χέρι στην ~, με απόλυτη ειλικρίνεια. ανοίγω σε κπ. την ~ μου, του εκμυστηρεύομαι κτ. τα μύχια της καρδιάς, οι βαθύτερες σκέψεις και επιθυμίες. ΦΡ τα φύλλα της καρδιάς, τα φυλλοκάρδια. || για κτ. ή για κπ. που φέρνει αναμνήσεις, συνήθ. γλυκές, ευχάριστες: Ο δάσκαλός μας θα ζει πάντα στις καρδιές μας. δ2. για συναίσθηση ευθύνης: Kάτι μου βαραίνει την ~ / το έχω βάρος στην ~ μου. Mε ελαφριά ~ / (λόγ. έκφρ.) ελαφρά τη καρδία, απερίσκεπτα, ανεύθυνα. ε. το άτομο, ως συναισθηματική οντότητα· ψυχή: Είναι μεγάλη / ευγενική ~. || το αγαπημένο πρόσωπο: Tι θέλει η ~ μου; (προσφών.) ~ μου! 3. το κέντρο, το μέσο. α. το κέντρο ενός ευρύτερου χώρου: Mένει στην ~ της Aθήνας. || (μτφ.) το κέντρο μιας δραστηριότητας: Tο Στρασβούργο είναι η ~ της Ευρωπαϊκής Ένωσης. H ~ της αγοράς χτυπάει στο κέντρο της πόλης. H ~ της Ελλάδας χτυπάει στην Aθήνα. β1. το κεντρικό και κύριο τμήμα μιας κατασκευής: H ~ του πυρηνικού αντιδραστήρα. || (μτφ.) το βασικό στοιχείο: H ~ του προβλήματος, η ουσία: Πρέπει κάποτε να ασχοληθούμε με την ~ του προβλήματος της ελληνικής οικονομίας. β2. το εσωτερικό τμήμα ενός φυτικού οργανισμού: H ~ του μαρουλιού / της αγκινάρας / του κορμού του δέντρου. γ. το χρονικό σημείο στο οποίο παρουσιάζεται κτ. με τη μεγαλύτερη ένταση ή όταν βρισκόμαστε στο κέντρο αυτού του χρονικού σημείου: Στην ~ του χειμώνα / του καλοκαιριού / του πολέμου. καρδούλα η YΠΟKΟΡ 1α. H ~ του παιδιού. β. Zωγράφιζε κόκκινες καρδούλες. Tης χάρισε μια χρυσή ~. 2. Aγνή / άκακη ~, ψυχούλα. (προσφών., συναισθ.) ~ μου!, ψυχούλα μου.

[μσν. καρδιά < αρχ. καρδία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (3α: λόγ. σημδ. γαλλ. cœur)· μσν. καρδούλα < καρδ(ιά) -ούλα]

[Λεξικό Κριαρά]
καρδία η· καρδιά.
  • 1)
    • α) Καρδιά:
      • (Πανώρ. Γ´ 541
    • β) προσφών. αγαπητού προσώπου:
      • έλα γοργόν, καρδία μου (Αχιλλ. N 1032).
  • 2) Συναίσθημα, αίσθημα:
    • κολάκευε και αγάπα την και την καρδιάν σου χώνε (Δεφ., Λόγ. 298).
  • 3) Διάθεση, θέληση, επιθυμία:
    • με το φαγητόν καλήν καρδιάν εκάμα (Αχέλ. 987
    • να προθυμήσουσιν όλοι μετά καρδίας (Χρον. Τόκκων 1358).
  • 4) Θάρρος:
    • έδιδεν καρδιάν ως άνδρας ανδρειωμένος (Παλαμήδ., Βοηβ. 606).
  • 5) Φρόνημα, σκέψη:
    • να μελετά η καρδία μου το ασύστατον της τύχης (Λίβ. P 905).
  • 6) Χαρακτήρας, φύση:
    • Καλήν καρδίαν έχετε το γένος των γαδάρων (Διήγ. παιδ. 712).
  • 7) Υπόσταση, ύπαρξη, ψυχή:
    • αγάπα τον Θεόν εξ όλης σου καρδίας (Σπαν. O 18).
  • 8) Κεντρικό, κυριότερο σημείο:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 58513
    • έβαλεν εις την καρδίαν του σταυρού μερτικόν απέ το τίμιον ξύλον (Μαχ. 637).
  • Εκφρ.
  • 1) Ακάνθινη καρδία = τραχύτητα, κακία:
    • (Κομν., Διδασκ. Δ 212).
  • 2) Από (βάθους) καρδιά(ς) = με βαθύ και ειλικρινές αίσθημα:
    • (Πανώρ. Ε´ 66), (Αχιλλ. L 1127), (Διγ. Άνδρ. 35230).
  • 3) Από καρδίας =
  • (α) (προκ. για μάχη, πόλεμο κτλ.) με γενναιότητα:
    • (Αχιλλ. L 1016
  • (β) (προκ. για αναστεναγμό, κλάμα, θρήνο, κ.τ.ό.) υπερβολικά· γοερά:
    • (Περί ξεν. 276 κριτ. υπ.), (Αχιλλ. N 1752), (Λόγ. παρηγ. L 483).
  • 4) Από την καρδιά μου = αυτοβούλως, με δική μου προαίρεση:
    • (Πεντ. Αρ. XXIV 13).
  • 5) Εις μιαν καρδιάν = με ομοψυχία:
    • (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 451).
  • 6) Εκ βάθους (της) καρδίας, εκ μέσης της καρδίας = με βαθύ αίσθημα:
    • (Διγ. Άνδρ. 4096), (Συναξ. γαδ. 225).
  • 7) Εκ καρδίας = σε μεγάλο βαθμό:
    • (Ιμπ. (Legr.) 582).
  • 8) Εκ (εξ) (όλης μου, κλπ.) καρδίας = σε μέγιστο βαθμό (αισθήματος):
    • (Αλφ. 1433), (Σπαν. O 18).
  • 9) Εκ στεναγμού καρδίας = με γοερό κλάμα:
    • (Διγ. Esc. 1157).
  • 10) Καθαρή (‑ρά) καρδία = αγνότητα:
    • (Ιστ. Βλαχ. 140).
  • 11) Με καρδιά = υπερβολικά:
    • (Λίμπον. 479).
  • 12) Με σταθερή καρδιά = με σταθερότητα:
    • (Διγ. O 708).
  • 13) Με (την) (καλήν) (όλην) καρδιά (μου, κλπ.) =
  • (α) με γενναιότητα:
    • (Αχέλ. 502
  • (β) ειλικρινά:
    • (Παλαμήδ., Βοηβ. 340
  • (γ) (προκ. για κλάμα, θρήνο, κλπ.) υπερβολικά, γοερά:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 55819
  • (δ) (προκ. για παράκληση) θερμότατα:
    • (Ιστ. Βλαχ. 2247
  • (ε) αφοσιωμένα:
    • (Αχιλλ. N 852).
  • 14) Μετά καρδίας ζεούσης = προθυμότατα:
    • (Κομν., Διδασκ. Δ 313).
  • 15) Στερεά καρδία = σταθερότητα:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1562).
    • Φρ.
    • 1) Αγγίζω στην καρδιά = συγκινώ:
      • (Ερωτόκρ. Α´ 232).
    • 2) Αλαφραίνω την καρδιά κάπ. = ανακουφίζω κάπ.:
      • (Πανώρ. Α´ 221).
    • 3) Αλαφραίνεται η καρδιά μου = ανακουφίζομαι:
      • (Ερωφ. Δ´ 468).
    • 4) Ανάβω την καρδιά κάπ. = συγκινώ κάπ.:
      • (Ζήν. Πρόλ. 129).
    • 5) Αναπαύεται η καρδιά μου = ησυχάζω:
      • (Φαλιέρ., Ιστ. 93 κριτ. υπ).
    • 6) Αναπηδά η καρδία μου = συγκινούμαι, ταράζομαι:
      • (Πόλ. Τρωάδ. 423).
    • 7) Ανοίγω την καρδιά κάπ. = χαροποιώ:
      • (Χρον. Τόκκων 3470).
    • 8) Ανοίγει η καρδιά μου = χαίρομαι:
      • (Χρον. Τόκκων 3372).
    • 9) Άπτει η καρδιά μου = εξοργίζομαι, εξάπτομαι:
      • (Ερωφ. Ε´ 335).
    • 10) Άπτω την καρδιά κάπ. = κάνω κάπ. να με ερωτευτεί:
      • (Ερωτοπ. 285).
    • 11) Βάνω κάπ. ή κ. στην καρδιά μου = αισθάνομαι συμπάθεια:
      • (Διγ. O 1986).
    • 12) Βάνω στην καρδιά μου να … = επιθυμώ πολύ να …, έχω οριστικά αποφασίσει να …:
      • (Κορων., Μπούας 50).
    • 13) Βάνω την καρδιά μου εις/προς = τηρώ, διαφυλάσσω κ., δίνω σημασία σε κ.:
      • (Πεντ. Έξ. VII 23, IX 21).
    • 14) Βγαίνει η καρδιά μου = πεθαίνω:
      • (Φορτουν. Γ´ 442).
    • 15) Βράζει η καρδιά μου = ταράζομαι, θυμώνω:
      • (Γλυκά, Στ. 296).
    • 16) Δροσερεύω/δροσίζω την καρδιά κάπ. = ικανοποιώ κάπ., ανακουφίζω, παρηγορώ:
      • (Ερωτόκρ. Α´ 632), (Ερωφ. Δ´ 385).
    • 17) Δροσίζεται η καρδιά μου = ικανοποιούμαι, ευχαριστιέμαι:
      • (Ch. pop. 747).
    • 18) Δυναμώνω την καρδιά κάπ. = δίνω θάρρος:
      • (Πεντ. Δευτ. II 30).
    • 19) Είμαι δυνατής καρδίας (άνθρωπος) = έχω σταθερό φρόνημα:
      • (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 445).
    • 20) Έχω κάπ. ή κ. στην καρδιά μου = αγαπώ πολύ:
      • (Διγ. Άνδρ. 35133).
    • 21) Καίω την καρδιά κάπ. = στεναχωρώ, κάνω κάπ. να υποφέρει:
      • (Πανώρ. Β´ 264).
    • 22) Καίγεται η καρδιά μου = στεναχωρούμαι, «ερωτεύομαι»:
      • (Φορτουν. Δ´ 360), (Εβρ. ελεγ. 168).
    • 23) Κάνω καρδιά = αποκτώ θάρρος:
      • (Χρον. σουλτ. 731).
    • 24) Κλαίει η καρδιά μου = λυπούμαι:
      • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 42726).
    • 25) Κλέβω την καρδιά κάπ. = απατώ, ξεγελώ κάπ.:
      • (Πεντ. Γέν. XXXI 20).
    • 26) Κρατώ την καρδιά κάπ. = συγκινώ κάπ.:
      • (Κομν., Διδασκ. Δ 28).
    • 27) Λέγω εις/προς την καρδιά μου = διαλογίζομαι, λέω προς τον εαυτό μου:
      • (Πεντ. Γέν. XXVII 41, VIII 21).
    • 28) Μαραίνει κ. την καρδιά μου = με λυπεί κ. πολύ:
      • (Ch. pop. 133).
    • 29) Μπαίνει κ. στην καρδιά μου = αποδέχομαι κ.:
      • (Ερωτόκρ. Α´ 371).
    • 30) Νεύει η καρδιά μου = παρασύρομαι:
      • (Πεντ. Δευτ. XVII 17).
    • 31) Παίρνω καλή καρδιά = ευχαριστιέμαι:
      • (Ερωτόκρ. Α´ 456).
    • 32) Πηδά η καρδιά μου = χαίρομαι, λαχταρώ:
      • (Κορων., Μπούας 131).
    • 33) Ραγίζεται η καρδιά μου = θλίβομαι πολύ:
      • (Ερωτόκρ. Δ´ 1667).
    • 34) Ραγίζω την καρδίαν κάπ. = θλίβω πολύ κάπ.:
      • (Διγ. Α 2678).
    • 35) Στέκω εις μιαν καρδιά = ομονοώ:
      • (Ch. pop. 658).
    • 36) Συντυχαίνω ιπί την καρδιά κάπ. = συγκινώ κάπ.:
      • (Πεντ. Γέν. L 21).
    • 37) Τρέμει η καρδιά μου = συγκινούμαι, τρομάζω:
      • (Αχιλλ. N 1080), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 22511).
    • 38) Τρώγει κ. την καρδίαν μου = με λυπεί κ., λυπούμαι:
      • (Χρον. Μορ. H 5003).
    • 39) Τρώγεται η καρδία μου = με λυπεί κ., λυπούμαι:
      • (Διγ. Άνδρ. 38015).
    • 40) Τυχαίνω εις μιαν καρδίαν = ομονοώ:
      • (Γεωργηλ., Βελ. Λ 261).
    • 41) Χάνω την καρδιά μου = χάνω τα πάντα, ό,τι πολυτιμότερο έχω:
      • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [934]).
    • 42) Χωρίζω την καρδιά κάπ. = απελπίζω κάπ.:
      • (Πεντ. Αρ. XXXII 9).
    • 43) Ψηλαίνει η καρδιά μου = περηφανεύομαι, επαίρομαι:
      • (Πεντ. Δευτ. XVII 20).

[αρχ. ουσ. καρδία. Ο τ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρδιαγγειακός -ή -ό [karδiangiakós] & καρδιοαγγειακός -ή -ό [karδio angiakós] Ε1 : που έχει σχέση με την καρδιά και με τα αιμοφόρα αγγεία: Kαρδιαγγειακό σύστημα. Kαρδιαγγειακά νοσήματα.

[λόγ. καρδι(ο)-, καρδιο- + αγγειακός μτφρδ. διεθ. cardio- = καρδιο- + vascular]

[Λεξικό Κριαρά]
καρδιακά, επίρρ.
  • 1) Με αγάπη και ειλικρίνεια:
    • χαιρετά τον καρδιακά, ως εδικοί και φίλοι (Βεντράμ., Φιλ. 146).
  • 2) Aπό το βάθος της καρδιάς·
    • (προκ. για αισθήματα) με πόνο:
      • Καρδιακά ενεστέναξεν (Βέλθ. 580).

[<επίθ. καρδιακός. Πβ. και (ε)γκαρδιακά. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
καρδιακός, επίθ.
  • 1) Που σχετίζεται με την καρδιά:
    • καρδιακάς νεκρώσεις (Λίβ. Sc. 2282).
  • 2) (Προκ. για ανθρώπους) ειλικρινής, πιστός (πβ. εγκαρδιακός):
    • αδελφόν του καρδιακόν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [1239]).
  • 3) (Προκ. για αισθήματα, κλπ.) βαθύς:
    • καρδιακά στενάγματα (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 91).

[μτγν. επίθ. καρδιακός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρδιακός 1 -ή -ό [karδiakós] Ε1 προφ. θηλ. και καρδιακιά στη σημ. δ : α. που ανήκει στην καρδιά: ~ μυς, μυοκάρδιο. Kαρδιακή βαλβίδα. β. που έχει σχέση με την καρδιά, που προκαλείται από αυτή: Kαρδιακή πάθηση / ανεπάρκεια / προσβολή. γ. (ανατ.) καρδιακή μοίρα, το σημείο όπου το στομάχι επικοινωνεί με τον οισοφάγο. καρδιακή χώρα, η περιοχή της καρδιάς. δ. (ως ουσ.) ο καρδιακός, θηλ. καρδιακή, αυτός που πάσχει από καρδιακό νόσημα· καρδιοπαθής: Είναι καρδιακή. Φάρμακα για καρδιακούς.

[λόγ. < ελνστ. καρδιακός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρδιακός 2 -ή / -ιά -ό [karδjakós] Ε1, Ε2 : γκαρδιακός: Φίλος ~.

[ελνστ. καρδιακός]

[Λεξικό Κριαρά]
καρδιακώς, επίρρ.
  • (Προκ. για συναίσθημα) βαθύτατα:
    • καρδιακώς επόνουν (Ερμον. Φ 42).

[μτγν. επίρρ. καρδιακώς (L‑S)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρδιαλγία η [karδialjía] Ο25 : (ιατρ.) πόνος στο προκάρδιο.

[λόγ. < ελνστ. καρδιαλγία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες