Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καρδίτσα η.
-
- 1) Υπόσταση, ύπαρξη, ψυχή (με συμπάθεια):
- ας έμβει εις την καρδίτσαν μου η άπειρός σου αγάπη (Διγ. Gr. 1284).
- 2) Φρόνημα:
- κρασί μου …, ανδρίζεις την καρδίτσαν μου (Κρασοπ. S 30)·
- έκφρ. με την καρδίτσα = με ικανοποίηση:
- (Κρασοπ. S 86).
- Φρ.
- 1) Ανοίγω την καρδίτσαν κάπ. = χαροποιώ, ανακουφίζω κάπ. από τη λύπη:
- (Απολλών. 209).
- 2) Δροσίζεται η καρδίτσα μου = ικανοποιούμαι, ανακουφίζομαι:
- (Περί ξεν. 310).
- 3) Καίγεται η καρδίτσα μου = υποφέρω, θλίβομαι:
- (Πουλολ. 200 κριτ. υπ).
- 4) Τρέμει η καρδίτσα μου = συγκινούμαι, ταράζομαι:
- (Ch. pop. 73).
[<ουσ. καρδία + κατάλ. ‑ίτσα. Η λ. (‑τζα) στο Meursius και σήμ. ποντ.]
- 1) Υπόσταση, ύπαρξη, ψυχή (με συμπάθεια):