Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρδάρι το [karδári] Ο44 : μικρή καρδάρα. || καρδάρα.
[μσν. καρδάρι < καλδάριον (αφομ. [l-r > r-r] ) < μσνλατ. caldari(um) (< υστλατ. caldaria `δοχείο για βράσιμο΄) -ον]
[Λεξικό Κριαρά]
- καρδάρι το.
-
- Κάδος:
- (Mάξιμ. Kαλλιουπ., K. Διαθ. Iω. δ´ 11 σχόλ).
[<ουσ. καλδάριον (10. αι., Soph.) <μεσν. λατ. caldarium. Λ. ‑ρα στο Meursius και σήμ. Η λ. και σήμ.]
- Κάδος: