Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρβουνιάζω [karvunázo] & καρβουνίζω [karvunízo] Ρ2.1α μππ. καρβουνιασμένος και καρβουνισμένος : 1. καίω κτ. εντελώς και το κάνω κάρβουνο ή σαν κάρβουνο: Στον τόπο της πυρκαγιάς βρέθηκαν μόνο καρβουνιασμένα πτώματα. || ψήνω κτ. υπερβολικά και το καίω: Tο καρβούνιασε το ψωμί στο ψήσιμο. 2. μουντζουρώνω, λερώνω με κάρβουνο: Kαρβουνισμένοι τοίχοι.
[κάρβουν(ο) -ιάζω· μσν. καρβωνίζω < καρβων- (δες στο κάρβουνο) -ίζω ( [o > u] κατά το κάρβουνο)]