Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρβουναριό το [karvunarjó] Ο38 : (οικ.) 1. αποθήκη για κάρβουνα· καρβουναποθήκη. || μαγαζί που πουλάει κάρβουνα· καρβουνάδικο. 2. εγκατάσταση όπου φτιάχνουν κάρβουνα.
[κάρβουν(ο) -αριό]